διοφαντικός

διοφαντικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο μαθηματικό Διοφάντη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Διοφάντης. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Ηλία Σταθόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”